- μάκρων
- (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αττικός αγγειογράφος. Έχουν βρεθεί δύο αγγεία με την υπογραφή του και του αποδίδονται ακόμα περίπου 350, από τα οποία τα 336 είναι κύλικες. Υπήρξε ο κυριότερος ζωγράφος των αγγείων του εργαστηρίου του αγγειοπλάστη Ιέρωνα. Χαρακτηριστική στις παραστάσεις του Μ. είναι η ενότητα των μορφών, οι οποίες συνδέονται στενά μεταξύ τους με το βάθος. Η επιφάνεια των αγγείων γίνεται πιο φωτεινή, επειδή καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη. Ο καλλιτέχνης αγαπούσε τις πολλές πτυχώσεις και τόνιζε ιδιαίτερα το διακοσμητικό στοιχείο· το σχέδιό του είναι καθαρό και αυστηρό. Στα αγγεία του συνηθισμένα θέματα είναι διονυσιακές σκηνές και σκηνές από την καθημερινή ζωή, αντλούσε όμως και θέματα από τη μυθολογία. Από τα καλύτερα έργα του είναι η κύλιξ του Βερολίνου με τις ορμητικές μαινάδες που χορεύουν γύρω από το ομοίωμα του Διονύσου, καθώς και ο σκύφος της Βοστόνης με την απαγωγή της Ελένης από τον Πάρι και την καταδίωξή της από τον Μενέλαο.
* * *μάκρων, -ωνος, ὁ (Α)1. αυτός που έχει μακρύ και δυσανάλογο με το υπόλοιπο σώμα κεφάλι2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μάκρωνεςαρχαίος βαρβαρικός λαός που κατοικούσε κοντά στον Εύξεινο Πόντο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επίθημα -ων].
Dictionary of Greek. 2013.